Κάθε μέρα πήγαινε στη δουλειά με το αυτοκίνητο και πάντα είχε το βλέμμα καρφωμένο στον πίσω καθρέφτη. Τον είχαν προειδοποιήσει ότι δεν θα τους βρει μπροστά του αλλά από πίσω του κρυμμένους κι αυτός το πήρε κυριολεκτικά. Αγόρασε και όπλο για να προφυλαχτεί από αυτούς. Όπλο! Λες και θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει εναντίον τους. Ο υπάλληλος στο κατάστημα τον είχε κοιτάξει περίεργα. Είχε το ύφος ανθρώπου που στρέφει το όπλο στον εαυτό του. Του το πούλησε όμως όπως και να χει· αυτός ήταν ένας απλός υπάλληλος, τι τον ένοιαζε πώς χρησιμοποιούν το εμπόρευμα οι πελάτες;
Έτσι λοιπόν κατέληξε ο κύριος Σ. με ένα πιστόλι στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και με τα μάτια στον πίσω καθρέφτη. Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο πάντα χάιδευε την λαβή που εξείχε από την ζώνη του. Μια ψευδής αίσθηση ασφάλειας, σίγουρα, όμως τι παραπάνω να ζητήσει; Ήξερε πως του την έχουν στημένη, πώς κάποια στιγμή θα γυρίσει και θα τους δει να του χαμογελάνε. Θα ήταν όπως στις ταινίες: θα άναβε ένα τσιγάρο, θα έπαιρνε την πρώτη ρουφηξιά αργά, απολαυστικά και θα έλεγε: ''Είμαι έτοιμος''. Τότε θα τραβούσε το πιστόλι και θα σκότωνε όσους μπορούσε πριν πεθάνει.
Αν ήξερε τουλάχιστον πώς μοιάζουν, τις συνήθειές τους, όλα θα ήταν πιο εύκολα. Είχε αλλάξει 2 φορές σπίτι, είχε πάρει μετάθεση σε άλλη θέση στην εταιρία που δουλεύει, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Πάντα ηρεμούσε για λίγες μέρες, ίσως λίγες βδομάδες και μετά ήξερε πάλι πως τον είχαν βρει. Μερικά μικρά αλλά σαφή σημάδια, η γνωστή αίσθηση στο σβέρκο, που σου λέει πώς κάποιος σε παρακολουθεί, κάποιος που εσύ δεν βλέπεις αλλά αυτός σε βλέπει πολύ καλά, ίσως μάλιστα να ακούει και τι λες, να ψάχνει τα πράγματά σου όσο λείπεις από το σπίτι...
Οι συνάδερφοί του ήξεραν πως κάτι δεν πάει καλά, τον ρωτούσαν, όμως αυτός δεν τους έλεγε τίποτα. Τι να πει άλλωστε; Ότι κάποιοι τον παρακολουθούν και του την έχουν στημένη; Ποιος θα τον πίστευε; Αυτός ήταν ένας απλός υπάλληλος γραφείου που ζούσε μόνος, χωρίς ενδιαφέροντα και χωρίς πολλούς φίλους. Γιατί τον κυνηγούσαν λοιπόν;
Όλα ξεκίνησαν πριν 3 περίπου χρόνια, όταν έκλεισε τα σαράντα.Ήταν στο σπίτι του παρέα με ένα μπουκάλι τζιν. Τότε σκέφτηκε για πρώτη φορά την ζωή του και την πλήρη κενότητά της και είπε : ''Γιατί να ζει κανείς;'' Δεν πήρε απάντηση και αυτό τον εκνεύρισε κάπως. Το έγραψε λοιπόν σε ένα φύλλο χαρτί, το έβαλε σε ένα φάκελο που βρήκε στο συρτάρι και αφού κόλλησε ένα γραμματόσημο το ταχυδρόμησε στον εαυτό του. Το γράμμα δεν έφτασε ποτέ, όμως ήρθε ένα σημείωμα που έγραφε: ''Μας ζήτησες. Σε παρακολουθούμε. Πρόσεχε. Δεν θα μας βρεις μπροστά σου όπως ίσως νομίζεις αλλά θα είμαστε μαζί σου''. Δεν υπήρχε υπογραφή ούτε κάποιο στοιχείο, ούτε καν γραμματόσημο. Από τότε ξεκίνησε όλος αυτός ο εφιάλτης. τους ένοιωθε να παρακολουθούν, αν και ποτέ δεν κατάφερε να τους δει.
Μια μέρα έφτασε στο σπίτι του και όπως πάντα κλείδωσε την πόρτα, ασφάλισε τον σύρτη και μόνο τότε έβγαλε το όπλο από την ζώνη του και το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και τότε τους είδε.
Ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα. Ο άντρας ήταν ψηλός και λεπτός, με κοντά ξανθά μαλλιά. Η γυναίκα ήταν επίσης ψηλή και λεπτή, όμως τα μαλλιά της ήταν μακρυά και μαύρα. Και οι δυο φορούσαν μάσκες που έκρυβαν το πάνω μέρος του προσώπου τους, όχι όμως το ελαφρώς ειρωνικό χαμόγελό τους.
Χλώμιασε. Σκέφτηκε να τρέξει να πιάσει το πιστόλι, όμως ήξερε πως δεν θα προλάβαινε. Φαινόντουσαν εξαιρετικά γρήγοροι. Δεν ήξερε τι να κάνει. Αποφάσισε να μιλήσει: ''Ποιοι είστε;''
''Σκέψου'' απάντησε ο άντρας με φωνή χαμηλή, ευγενική αλλά ταυτόχρονα ειρωνική.
''Γιατί με παρακολουθείτε;''
''Σκέψου'' επανέλαβε η γυναίκα, με την απαλή, ψυχρή φωνή της.
''Τι να σκεφτώ;'' Τι θέλετε επιτέλους από μένα; Αφήστε με ήσυχο!''
''Σκέψου'' είπαν μαζί, πιο εμφατικά αυτή τη φορά.
Και τότε ο κύριος Σ. έκλεισε τα μάτια του για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια και σκέφτηκε. Όταν αργότερα τα άνοιξε μετά από πολλή ώρα, το παράξενο μασκοφόρο ζευγάρι είχε εξαφανιστεί. Ο κύριος Σ. κάθισε στο τραπέζι και ήπιε άλλη μια γουλιά από το τζιν του. Κοίταξε το τραπέζι. Δίπλα στο πιστόλι βρισκόταν μια στοίβα από λευκό χαρτί καλής ποιότητας και μια επίχρυση πένα με το μελανοδοχείο της. Δεν ήταν δικά του. Σίγουρα τα άφησαν εκεί οι διώκτες του. Έπιασε την πένα, τη βούτηξε στο μελανοδοχείο και άρχισε να γράφει. Όταν τελείωσε, διάβασε το γραπτό του. Χαμογέλασε. Ήπιε άλλη μια γουλιά και πήρε το όπλο στα χέρια του. ''Έκλεισε ο κύκλος σου'' ψιθύρισε. Έστρεψε την κάννη στον κρόταφό του.
Η αστυνομία έφτασε μισή ώρα αργότερα ειδοποιημένη από τον γείτονα, ο οποίος άκουσε έναν κρότο σαν πυροβολισμό. Βρήκαν τον κύριο Σ. πεσμένο στο πάτωμα με το όπλο στο χέρι, δίπλα σε ένα ποτήρι με τζιν και μια στοίβα χαρτιά. Αφού ερεύνησε τον χώρο, ο υπαστυνόμος Κ.Λ. σήκωσε την πρώτη σελίδα και διάβασε τον τίτλο: ''O άνθρωπος που φοβόταν τη σκέψη του''. Συνέχισε να διαβάζει. Η πρώτη παράγραφος άρχιζε:
''Κάθε μέρα πήγαινε στη δουλειά με το αυτοκίνητο και πάντα είχε το βλέμμα καρφωμένο στον πίσω καθρέφτη...''
Έτσι λοιπόν κατέληξε ο κύριος Σ. με ένα πιστόλι στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και με τα μάτια στον πίσω καθρέφτη. Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο πάντα χάιδευε την λαβή που εξείχε από την ζώνη του. Μια ψευδής αίσθηση ασφάλειας, σίγουρα, όμως τι παραπάνω να ζητήσει; Ήξερε πως του την έχουν στημένη, πώς κάποια στιγμή θα γυρίσει και θα τους δει να του χαμογελάνε. Θα ήταν όπως στις ταινίες: θα άναβε ένα τσιγάρο, θα έπαιρνε την πρώτη ρουφηξιά αργά, απολαυστικά και θα έλεγε: ''Είμαι έτοιμος''. Τότε θα τραβούσε το πιστόλι και θα σκότωνε όσους μπορούσε πριν πεθάνει.
Αν ήξερε τουλάχιστον πώς μοιάζουν, τις συνήθειές τους, όλα θα ήταν πιο εύκολα. Είχε αλλάξει 2 φορές σπίτι, είχε πάρει μετάθεση σε άλλη θέση στην εταιρία που δουλεύει, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Πάντα ηρεμούσε για λίγες μέρες, ίσως λίγες βδομάδες και μετά ήξερε πάλι πως τον είχαν βρει. Μερικά μικρά αλλά σαφή σημάδια, η γνωστή αίσθηση στο σβέρκο, που σου λέει πώς κάποιος σε παρακολουθεί, κάποιος που εσύ δεν βλέπεις αλλά αυτός σε βλέπει πολύ καλά, ίσως μάλιστα να ακούει και τι λες, να ψάχνει τα πράγματά σου όσο λείπεις από το σπίτι...
Οι συνάδερφοί του ήξεραν πως κάτι δεν πάει καλά, τον ρωτούσαν, όμως αυτός δεν τους έλεγε τίποτα. Τι να πει άλλωστε; Ότι κάποιοι τον παρακολουθούν και του την έχουν στημένη; Ποιος θα τον πίστευε; Αυτός ήταν ένας απλός υπάλληλος γραφείου που ζούσε μόνος, χωρίς ενδιαφέροντα και χωρίς πολλούς φίλους. Γιατί τον κυνηγούσαν λοιπόν;
Όλα ξεκίνησαν πριν 3 περίπου χρόνια, όταν έκλεισε τα σαράντα.Ήταν στο σπίτι του παρέα με ένα μπουκάλι τζιν. Τότε σκέφτηκε για πρώτη φορά την ζωή του και την πλήρη κενότητά της και είπε : ''Γιατί να ζει κανείς;'' Δεν πήρε απάντηση και αυτό τον εκνεύρισε κάπως. Το έγραψε λοιπόν σε ένα φύλλο χαρτί, το έβαλε σε ένα φάκελο που βρήκε στο συρτάρι και αφού κόλλησε ένα γραμματόσημο το ταχυδρόμησε στον εαυτό του. Το γράμμα δεν έφτασε ποτέ, όμως ήρθε ένα σημείωμα που έγραφε: ''Μας ζήτησες. Σε παρακολουθούμε. Πρόσεχε. Δεν θα μας βρεις μπροστά σου όπως ίσως νομίζεις αλλά θα είμαστε μαζί σου''. Δεν υπήρχε υπογραφή ούτε κάποιο στοιχείο, ούτε καν γραμματόσημο. Από τότε ξεκίνησε όλος αυτός ο εφιάλτης. τους ένοιωθε να παρακολουθούν, αν και ποτέ δεν κατάφερε να τους δει.
Μια μέρα έφτασε στο σπίτι του και όπως πάντα κλείδωσε την πόρτα, ασφάλισε τον σύρτη και μόνο τότε έβγαλε το όπλο από την ζώνη του και το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και τότε τους είδε.
Ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα. Ο άντρας ήταν ψηλός και λεπτός, με κοντά ξανθά μαλλιά. Η γυναίκα ήταν επίσης ψηλή και λεπτή, όμως τα μαλλιά της ήταν μακρυά και μαύρα. Και οι δυο φορούσαν μάσκες που έκρυβαν το πάνω μέρος του προσώπου τους, όχι όμως το ελαφρώς ειρωνικό χαμόγελό τους.
Χλώμιασε. Σκέφτηκε να τρέξει να πιάσει το πιστόλι, όμως ήξερε πως δεν θα προλάβαινε. Φαινόντουσαν εξαιρετικά γρήγοροι. Δεν ήξερε τι να κάνει. Αποφάσισε να μιλήσει: ''Ποιοι είστε;''
''Σκέψου'' απάντησε ο άντρας με φωνή χαμηλή, ευγενική αλλά ταυτόχρονα ειρωνική.
''Γιατί με παρακολουθείτε;''
''Σκέψου'' επανέλαβε η γυναίκα, με την απαλή, ψυχρή φωνή της.
''Τι να σκεφτώ;'' Τι θέλετε επιτέλους από μένα; Αφήστε με ήσυχο!''
''Σκέψου'' είπαν μαζί, πιο εμφατικά αυτή τη φορά.
Και τότε ο κύριος Σ. έκλεισε τα μάτια του για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια και σκέφτηκε. Όταν αργότερα τα άνοιξε μετά από πολλή ώρα, το παράξενο μασκοφόρο ζευγάρι είχε εξαφανιστεί. Ο κύριος Σ. κάθισε στο τραπέζι και ήπιε άλλη μια γουλιά από το τζιν του. Κοίταξε το τραπέζι. Δίπλα στο πιστόλι βρισκόταν μια στοίβα από λευκό χαρτί καλής ποιότητας και μια επίχρυση πένα με το μελανοδοχείο της. Δεν ήταν δικά του. Σίγουρα τα άφησαν εκεί οι διώκτες του. Έπιασε την πένα, τη βούτηξε στο μελανοδοχείο και άρχισε να γράφει. Όταν τελείωσε, διάβασε το γραπτό του. Χαμογέλασε. Ήπιε άλλη μια γουλιά και πήρε το όπλο στα χέρια του. ''Έκλεισε ο κύκλος σου'' ψιθύρισε. Έστρεψε την κάννη στον κρόταφό του.
Η αστυνομία έφτασε μισή ώρα αργότερα ειδοποιημένη από τον γείτονα, ο οποίος άκουσε έναν κρότο σαν πυροβολισμό. Βρήκαν τον κύριο Σ. πεσμένο στο πάτωμα με το όπλο στο χέρι, δίπλα σε ένα ποτήρι με τζιν και μια στοίβα χαρτιά. Αφού ερεύνησε τον χώρο, ο υπαστυνόμος Κ.Λ. σήκωσε την πρώτη σελίδα και διάβασε τον τίτλο: ''O άνθρωπος που φοβόταν τη σκέψη του''. Συνέχισε να διαβάζει. Η πρώτη παράγραφος άρχιζε:
''Κάθε μέρα πήγαινε στη δουλειά με το αυτοκίνητο και πάντα είχε το βλέμμα καρφωμένο στον πίσω καθρέφτη...''