24/6/13

Ωδή στην αλλοτρίωση

  Εφτά και τέταρτο το πρωί, όπως κάθε μέρα, μπαίνεις στο λεωφορείο για να πας στην δουλειά. Η καλημέρα που λες στον οδηγό είναι γκρίζα, σαν τον ουρανό, καθώς ο ήλιος παλεύει με την ανίκητη συννεφένια γραφειοκρατία. Κοιτάζεις έξω από το παράθυρο τα αυτοκίνητα να προσπερνούν το λεωφορείο και σκέφτεσαι τις ατελείωτες ώρες που θα περάσεις προσπαθώντας να πείσεις ανθρώπους που δεν συμπαθείς για θέματα που σου είναι παγερά αδιάφορα. Και τότε συνειδητοποιείς πως υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι στο λεωφορείο.
  Η σκέψη σε ξαφνιάζει· πώς δεν τους είχες προσέξει τόσο καιρό; Τους παρατηρείς σαν να τους βλέπεις για πρώτη φορά: μια μαμά που μαλώνει το παιδάκι της καθώς το οδηγεί στο σχολείο-φυλακή του, μία κοπέλα με τα πιο εντυπωσιακά μπλε μάτια που έχεις δει, με μια έκφραση απάθειας να κηλιδώνει το όμορφο πρόσωπό της, ένας μεσήλικας με στάση πιο ατσαλάκωτη κι από το κοστούμι του. Προσπαθείς να τραβήξεις το βλέμμα κάποιου από αυτούς, η ματιά σου κρύβει πανικό, φωνάζει: «Είμαι άνθρωπος όπως εσείς, γιατί να είμαστε ξένοι;» αλλά κανείς δεν σε προσέχει, είσαι ένα μέρος του σκηνικού στο μικρό θέατρο που είναι η ζωή του καθενός.
  Κι αυτό είναι το πιο αστείο: ότι όλοι τελικά είναι κομπάρσοι στην ίδια τους την ζωή. Σε αυτή την αστεία και πάντα θανατηφόρα παράσταση, τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν άχαρα πράγματα όπως το χρήμα και η κοινωνική καταξίωση.
  Παλεύεις να θυμηθείς πότε ήταν η τελευταία φορά που έκοψες ένα φύλλο και το περιεργάστηκες με θαυμασμό και περιέργεια, πότε σταμάτησες σε μια πλατεία για να ακούσεις τους μουσικούς του δρόμου χωρίς να ανησυχείς για το μέλλον και να μετανιώνεις για το παρελθόν. Πρέπει να ήσουν έφηβος ακόμα. Αν μπορούσαμε όλοι να ξαναγίνουμε έφηβοι, σκέφτεσαι, ή ακόμα καλύτερα, παιδιά! Τότε θα ρίχναμε τα μουντά γυαλιά της σοβαρότητας και του άγχους από το πρόσωπό μας και θα μπορούσαμε να δούμε τον κόσμο όπως πραγματικά είναι, ένα απέραντο λούνα παρκ. Θα γελούσαμε με τις κακοτυχίες μας αντί να τις παίρνουμε στα σοβαρά και θα απολαμβάναμε τις ωραίες στιγμές σαν αυτό που είναι: απλά στιγμές.
  Καθώς τα σκέφτεσαι, μια ακτίνα χαμόγελου φωτίζει το λεωφορείο. ''Επόμενη στάση: Κέντρο" ακούγεται η απρόσωπη φωνή του λεωφορείου. Εδώ πρέπει να κατέβεις. Πνίγεις το λουλούδι που άρχισε να ανθίζει στην καρδιά σου, φοράς την μάσκα σου και κατεβαίνεις. Άλλη μια μέρα όπως όλες οι άλλες ξεκινάει.

Κάποτε ο Αυτοκράτορας των Χρυσανθέμων συνάντησε έναν περιπλανώμενο ασκητή. Έχοντας ακούσει για την μεγάλη σοφία του γέροντα, ο αυτοκράτορας του εμπιστεύτηκε το μεγαλύτερό του πρόβλημα. «Έχω νικήσει τους εχθρούς μου, έχω κατακτήσει τις χώρες τους και τα πλούτη τους. Στην διάρκεια της βασιλείας μου η χώρα μου έγινε το πλουσιότερο και δυνατότερο βασίλειο στον κόσμο. Ο λαός μου με σέβεται και με αγαπάει. Όμως τώρα δεν ξέρω τι άλλο να κάνω για να βρω την ευτυχία». Ο σοφός του απάντησε με τέσσερις λέξεις: Γίνε αυτό που είσαι. Έκπληκτος ο αυτοκράτορας άρχισε να γελά και να κοροϊδεύει τον γέροντα: «Η φήμη σου είναι υπερβολική. Μόνο ένα παιδί θα μπορούσε να σκεφτεί τέτοια ανοησία». «Ακριβώς!» αποκρίθηκε ο σοφός με ένα αχνό χαμόγελο, «Γι αυτό είσαι καταδικασμένος να μείνεις για πάντα ο Αυτοκράτορας»

23/3/13

Τονικοχρονικοί σπασμοί

Τικ.
Η κάθε μέρα γίνεται λίγο μικρότερη.
Τακ.
Ίσως επειδή το εγώ όσο μεγαλώνει, τρώει περισσότερα δευτερόλεπτα για να συντηρηθεί.
Τικ.
Όσο είμαστε νέοι αφήνουμε τα δευτερόλεπτα να ξεχύνονται ελεύθερα από το σακούλι του χρόνου και γελάμε σκορπίζοντάς τα στον αέρα.
Τακ.
Όταν βλέπουμε το σακούλι να αδειάζει, τρέχουμε πανικόβλητοι να το δέσουμε. Τότε ανακαλύπτουμε πως ποτέ δεν είχαμε το κορδόνι.
Τικ.
Η ύπαρξη του χρόνου είναι απαραίτητη για την κοινωνία μας. Κάθε στιγμή μπαίνει σε μικρά καλουπάκια όμορφα ταξινομημένα στη σειρά, για να μπορούμε να έχουμε το μυαλό μας ελαφρύ και ήσυχο.
Τακ.
Όμως πώς μπορεί κανείς να αποδείξει ότι ο χρόνος υπάρχει και δεν είναι μια απλή ψευδαίσθηση, ένα δημιούργημα του μυαλού μας, όπως όταν συλλαμβάνει μήκη κύματος φωτός και δημιουργεί χρώματ...
ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ. ΛΥΠΑΜΑΙ, ΧΑΣΑΤΕ.

13/9/12

O άνθρωπος που φοβόταν τη σκέψη του

Κάθε μέρα πήγαινε στη δουλειά με το αυτοκίνητο και πάντα είχε το βλέμμα καρφωμένο στον πίσω καθρέφτη. Τον είχαν προειδοποιήσει ότι δεν θα τους βρει μπροστά του αλλά από πίσω του κρυμμένους κι αυτός το πήρε κυριολεκτικά. Αγόρασε και όπλο για να προφυλαχτεί από αυτούς. Όπλο! Λες και θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει εναντίον τους. Ο υπάλληλος στο κατάστημα τον είχε κοιτάξει περίεργα. Είχε το ύφος ανθρώπου που στρέφει το όπλο στον εαυτό του. Του το πούλησε όμως όπως και να χει· αυτός ήταν ένας απλός υπάλληλος, τι τον ένοιαζε πώς χρησιμοποιούν το εμπόρευμα οι πελάτες;
 Έτσι λοιπόν κατέληξε ο κύριος Σ. με ένα πιστόλι στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου και με τα μάτια στον πίσω καθρέφτη. Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο πάντα χάιδευε την λαβή που εξείχε από την ζώνη του. Μια ψευδής αίσθηση ασφάλειας, σίγουρα, όμως τι παραπάνω να ζητήσει; Ήξερε πως του την έχουν στημένη, πώς κάποια στιγμή θα γυρίσει και θα τους δει να του χαμογελάνε. Θα ήταν όπως στις ταινίες: θα άναβε ένα τσιγάρο, θα έπαιρνε την πρώτη ρουφηξιά αργά, απολαυστικά και θα έλεγε: ''Είμαι έτοιμος''. Τότε θα τραβούσε το πιστόλι και θα σκότωνε όσους μπορούσε πριν πεθάνει.
Αν ήξερε τουλάχιστον πώς μοιάζουν, τις συνήθειές τους, όλα θα ήταν πιο εύκολα. Είχε αλλάξει 2 φορές σπίτι, είχε πάρει μετάθεση σε άλλη θέση στην εταιρία που δουλεύει, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Πάντα ηρεμούσε για λίγες μέρες, ίσως λίγες βδομάδες και μετά ήξερε πάλι πως τον είχαν βρει. Μερικά μικρά αλλά σαφή σημάδια, η γνωστή αίσθηση στο σβέρκο, που σου λέει πώς κάποιος σε παρακολουθεί, κάποιος που εσύ δεν βλέπεις αλλά αυτός σε βλέπει πολύ καλά, ίσως μάλιστα να ακούει και τι λες, να ψάχνει τα πράγματά σου όσο λείπεις από το σπίτι...
Οι συνάδερφοί του ήξεραν πως κάτι δεν πάει καλά, τον ρωτούσαν, όμως αυτός δεν τους έλεγε τίποτα. Τι να πει άλλωστε; Ότι κάποιοι τον παρακολουθούν και του την έχουν στημένη; Ποιος θα τον πίστευε; Αυτός ήταν ένας απλός υπάλληλος γραφείου που ζούσε μόνος, χωρίς ενδιαφέροντα και χωρίς πολλούς φίλους. Γιατί τον κυνηγούσαν λοιπόν;
Όλα ξεκίνησαν πριν 3 περίπου χρόνια, όταν έκλεισε τα σαράντα.Ήταν στο σπίτι του παρέα με ένα μπουκάλι τζιν. Τότε σκέφτηκε για πρώτη φορά την ζωή του και την πλήρη κενότητά της και είπε : ''Γιατί να ζει κανείς;'' Δεν πήρε απάντηση και αυτό τον εκνεύρισε κάπως. Το έγραψε λοιπόν σε ένα  φύλλο χαρτί, το έβαλε σε ένα φάκελο που βρήκε στο συρτάρι και αφού κόλλησε ένα γραμματόσημο το ταχυδρόμησε στον εαυτό του. Το γράμμα δεν έφτασε ποτέ, όμως ήρθε ένα σημείωμα που έγραφε: ''Μας ζήτησες. Σε παρακολουθούμε. Πρόσεχε. Δεν θα μας βρεις μπροστά σου όπως ίσως νομίζεις αλλά θα είμαστε μαζί σου''. Δεν υπήρχε υπογραφή ούτε κάποιο στοιχείο, ούτε καν γραμματόσημο. Από τότε ξεκίνησε όλος αυτός ο εφιάλτης. τους ένοιωθε να παρακολουθούν, αν και ποτέ δεν κατάφερε να τους δει.
Μια μέρα έφτασε στο σπίτι του και όπως πάντα κλείδωσε την πόρτα, ασφάλισε τον σύρτη και μόνο τότε έβγαλε το όπλο από την ζώνη του και το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και τότε τους είδε.
Ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα. Ο άντρας ήταν ψηλός και λεπτός, με κοντά ξανθά μαλλιά. Η γυναίκα ήταν επίσης ψηλή και λεπτή, όμως τα μαλλιά της ήταν μακρυά και μαύρα. Και οι δυο φορούσαν μάσκες που έκρυβαν το πάνω μέρος του προσώπου τους, όχι όμως το ελαφρώς ειρωνικό χαμόγελό τους.
Χλώμιασε. Σκέφτηκε να τρέξει να πιάσει το πιστόλι, όμως ήξερε πως δεν θα προλάβαινε. Φαινόντουσαν εξαιρετικά γρήγοροι. Δεν ήξερε τι να κάνει. Αποφάσισε να μιλήσει: ''Ποιοι είστε;''
''Σκέψου'' απάντησε ο άντρας με φωνή χαμηλή, ευγενική αλλά ταυτόχρονα ειρωνική.
''Γιατί με παρακολουθείτε;''
''Σκέψου'' επανέλαβε η γυναίκα, με την απαλή, ψυχρή φωνή της.
''Τι να σκεφτώ;'' Τι θέλετε επιτέλους από μένα; Αφήστε με ήσυχο!''
''Σκέψου'' είπαν μαζί, πιο εμφατικά αυτή τη φορά.
Και τότε ο κύριος Σ. έκλεισε τα μάτια του για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια και σκέφτηκε. Όταν αργότερα τα άνοιξε μετά από πολλή ώρα, το παράξενο μασκοφόρο ζευγάρι είχε εξαφανιστεί. Ο κύριος Σ. κάθισε στο τραπέζι και ήπιε άλλη μια γουλιά από το τζιν του. Κοίταξε το τραπέζι. Δίπλα στο πιστόλι βρισκόταν μια στοίβα από λευκό χαρτί καλής ποιότητας και μια επίχρυση πένα με το μελανοδοχείο της. Δεν ήταν δικά του. Σίγουρα τα άφησαν εκεί οι διώκτες του. Έπιασε την πένα, τη βούτηξε στο μελανοδοχείο και άρχισε να γράφει. Όταν τελείωσε, διάβασε το γραπτό του. Χαμογέλασε. Ήπιε άλλη μια γουλιά και πήρε το όπλο στα χέρια του. ''Έκλεισε ο κύκλος σου'' ψιθύρισε. Έστρεψε την κάννη στον κρόταφό του.

Η αστυνομία έφτασε μισή ώρα αργότερα ειδοποιημένη από τον γείτονα, ο οποίος άκουσε έναν κρότο σαν πυροβολισμό. Βρήκαν τον κύριο Σ. πεσμένο στο πάτωμα με το όπλο στο χέρι, δίπλα σε ένα ποτήρι με τζιν και μια στοίβα χαρτιά. Αφού ερεύνησε τον χώρο, ο υπαστυνόμος Κ.Λ. σήκωσε την πρώτη σελίδα και διάβασε τον τίτλο: ''O άνθρωπος που φοβόταν τη σκέψη του''. Συνέχισε να διαβάζει. Η πρώτη παράγραφος άρχιζε:
''Κάθε μέρα πήγαινε στη δουλειά με το αυτοκίνητο και πάντα είχε το βλέμμα καρφωμένο στον πίσω καθρέφτη...''

24/5/12

Ενδοσκόπηση νο1

Πάλι ξύπνησα μέσα σε αυτό το κελί, σε αυτή την σκουριασμένη σαρκοφάγο από καλές προθέσεις που φτιάχτηκε ειδικά στα μέτρα μου. Με φυλακίζετε, μα πάντα σας ξεφεύγω, έτσι θα ξεφύγω και τώρα, καμιά αλυσίδα δεν αντέχει το οξύ του θυμού μου, την φωτιά της ελεύθερης ασυδοσίας που καίει στην καρδιά μου και στην καρδιά σας... το φως που μπαίνει από τα στενά παράθυρα της φυλακής που φτιάξατε δείχνει μόνο πόσο έχετε ξεπέσει, εσείς και τα χρηστά σας ήθη, η ενάρετη αυταρέσκειά σας.

Τι ανόητοι που είστε. Όλη τη ζωή σας με ψάχνετε και όταν με βρήκατε με κλείσατε εκεί που νομίζατε πως δεν μπορώ πλέον να σας φτάσω. Όμως πώς φυλακίζει κανείς το χάος; Κάθε κλειδαριά είναι ολόκληρη πόρτα για μένα, κάθε φρουρός, κάθε δεσμοφύλακας και ένας απρόθυμος βοηθός. Κάθε φορά που νομίζετε ότι με φυλακίζετε, ξεχνάτε ότι κάθε δράση έχει και αντίδραση, και το μαλακό κύμα της θάλασσας πάντα τρώει αργά τον σκληρό, δήθεν αιώνιο βράχο. Όταν λοιπόν κοιμάστε ήσυχοι, εγώ θα βρίσκομαι δίπλα σας, να ψιθυρίζω αυτό που αρνείστε να δείτε: ότι δεν θα ζείτε για πάντα, ότι η ίδια η γη δεν θα υπάρχει για πάντα, ίσως και το σύμπαν. Ότι ο χρόνος είναι μια ψευδαίσθηση, μια σύμβαση για να δικαιολογείτε την αδράνειά σας. Ότι η ζωή δεν έχει νόημα πέρα από αυτό που της δίνετε.

Αλλά εσείς δεν θα με ακούτε. Γιατί εγώ δεν υπόσχομαι αιώνια ζωή μετά τον θάνατο, αλλά μια σελίδα πραγματικής ζωής εδώ και τώρα, ή καλύτερα σας λέω να ζήσετε σαν να μην υπάρχει τίποτα εκτός από το εδώ και το τώρα. Το παρελθόν και το μέλλον είναι ανύπαρκτα, πάντα ήταν και πάντα θα είναι. Η αλήθεια είναι οι στιγμές και μόνο στον χρόνο τους.

Τώρα λοιπόν ξέρετε. Οι δικαιολογίες στέρεψαν και οι φαύλοι κύκλοι εμφάνισαν ήδη τις πρώτες ρωγμές. Κάθε φορά που κοιτάζετε στον καθρέφτη, θα βλέπετε εμένα να σας χαμογελάω και θα περιμένω μέχρι να μου χαμογελάσετε κι εσείς, μέχρι να γελάσετε τόσο δυνατά που θα σπάσει ο καθρέφτης και θα φανεί αυτό που βρίσκεται από πίσω. Και αυτό θα είστε εσείς και εγώ. Μέχρι τότε, φίλοι μου, θα με ονειρεύεστε. Στα όνειρα δεν κρύβεται κανείς από τον εαυτό του.

13/2/12

Θέατρο του δρόμου

Άλλη μια μέρα στο μεγάλο θέατρο του δρόμου, το έργο είναι το ίδιο που παίζεται εδώ και πολλά χρόνια, όμως παραμένει πάντα φρέσκο, πάντα επίκαιρο, τόσο ζωντανό. Ίσως αυτό οφείλεται στον συνεχή αυτοσχεδιασμό των ηθοποιών, οι οποίοι μάλιστα συνήθως δεν ξέρουν ότι είναι ηθοποιοί, ούτε ότι συμμετέχουν σε ένα ατελείωτο θεατρικό, που γράφεται συνέχεια από τους ίδιους με αόρατο μελάνι. Ίσως πάλι στο ότι έμπνευση είναι η ίδια η ζωή και οι ελπίδες και ο φόβος που αυτή γεννά. Κανείς δεν μπορεί να το πει με σιγουριά, όμως ίσως να έχει σχέση και το παράδοξο του μικρού αυτού σκετς: γίνεται πιο πετυχημένο όταν οι συμμετέχοντες είναι λιγότεροι από τους θεατές.

Όμως να! ξεκινάει το έργο και πάλι! Ησυχία φίλοι μου, γιατί οι κόκκινες αυλαίες σηκώνονται αργά και επιβλητικά. Όπως σε κάθε παράσταση που σέβεται τον εαυτό της δεν λείπουν τα ειδικά εφέ, που περιλαμβάνουν καπνούς και δάκρυα, φωνές και γέλια, όλα ανάμικτα, μαζί, φυσικά, με αίμα. Τα σκηνικά περιλαμβάνουν θέατρα και φυλακές, πλατείες και καμένα σινεμά, όμως ο παραγωγός δεν λυπάται τα έξοδα.

Και στη σκηνή ανεβαίνουν οι ηθοποιοί: όχι όλοι μαζί, αλλά δέκα δέκα στην αρχή, στη συνέχεια κατά εκατοντάδες, αργότερα κατά χιλιάδες. Το αν η σκηνή θα τους χωρέσει φαίνεται πάντα στο τέλος της παράστασης, αυτούς πάντως δεν φαίνεται να τους νοιάζει. Οι ηθοποιοί αυτοί δεν ξέρουν τι θα πει τρακ, δεν έχουν απομνημονεύσει λόγια, καθώς η παράσταση είναι αποτυπωμένη μέσα τους σε επίπεδο ενστικτώδες. Οποιοδήποτε σενάριο θα φάνταζε απλώς ψεύτικο.

Και η παράσταση ξεκινά, χωρίς υπόκλιση, χωρίς καθυστερήσεις. Και όλοι παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα το δράμα που παίζεται χρόνια, αιώνες, από τότε που ο άνθρωπος ζει σε κοινωνίες και έμαθε να παλεύει για τον εαυτό του και τους άλλους. Η πρώτη πράξη πάντα αισιόδοξη και δυναμική, χωρίς φτηνούς συναισθηματισμούς. Στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη πράξη, η σύγκρουση: εδώ πολεμούν οι δυνάμεις του νέου και του παλιού, της τάξης και του χάους, και όλοι καλούμαστε να διαλέξουμε παράταξη, κανείς δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος. Η τάξη προσφέρει μια ψεύτικη ασφάλεια και σιγουριά, την ακινησία, η οποία θα σε οδηγήσει με σιγουριά στην εντροπία και το θάνατο... το χάος όμως... το χάος πάντα σαγηνεύει τις σκέψεις αυτών που δεν σκέφτονται σε ευθείες γραμμές, που δεν κρύβουν τα πρόσωπα πίσω από κράνη και ασπίδες, δείχνοντας μόνο τα νεκρά τους μάτια. Το χάος είναι η αλλαγή και το κύμα που ταράζει τα νερά του βάλτου, το νησί που δεν φαίνεται πέρα από τον ορίζοντα.

Και ποιο το αποτέλεσμα της σύγκρουσης; Αυτό, φίλοι μου, θα φανεί στο φινάλε της παράστασης, ένα φινάλε που γράφεται συνέχεια, με κάθε πράξη του έργου, με κάθε νέο ηθοποιό που ανεβαίνει στη σκηνή, έτοιμος να δώσει μάχη για την μια ή την άλλη πλευρά. Όσο για το ποια πλευρά είναι συνετό να επιλέξει κανείς, αυτό το αφήνω στην κρίσης σας. Όμως θα πρέπει να θυμάστε ότι ο βράχος πάντα διαβρώνεται από το κύμα αργά αργά και ότι, κάθε υπόσχεση για προστασία από τον θάνατο, απλά κάνει πιο ομαλό το μονοπάτι που οδηγεί σε αυτόν.

Μην περιμένετε λοιπόν να πέσει η αυλαία. Ανεβείτε στη σκηνή και φορέστε την φορεσιά που σας αντιπροσωπεύει. Άλλωστε, μπορείτε πάντα να δοκιμάσετε ρόλους και να διαλέξετε αυτόν που σας διασκεδάζει περισσότερο.

Τα λέμε στο πάλκο!


2/2/12

Αλληγορία

''Τα ναρκωτικά είναι το μέσο που χρησιμοποιεί ο ιμπεριαλισμός για την καθυπόταξη της λαϊκής εξουσίας''. Κάθομαι σε ένα τραπέζι με ξύλινα πόδια, λιτό. Απέναντι μου ο Μάο, εξίσου λιτός και ξύλινος λόγος. Ξαφνικά ο Μάο πετάει την κομμουνιστική του φορεσιά και μεταμορφώνεται σε παπά, το πραγματικό του πρόσωπο. Κρατάει το όποιο των λαών στα χέρια του, και μου το δίνει σε δόσεις. Εμένα όμως δεν μου φτάνουν, θέλω κι άλλο. ''Πρέπει να έχεις συνταγή για αυτό το φάρμακο'' ακούω την φωνή του παπά, όμως οι συνταγές που θέλει είναι πάντα πλαστές, το ξέρει κι αυτός κι εγώ, γιατί κοροϊδευόμαστε;

Μόνο όποιος δουλεύει για τον ''μεγάλο'' έχει ελεύθερη πρόσβαση στο φάρμακο, και πού 'σαι, ε, στο καλό πράμα! Όχι το ξέπλυμα που δίνουν στις μάζες. To καλό είναι αυτό που σε ξυπνάει αντί να σε κοιμίζει, σε κάνει να ρωτάς αντί να κλείνεις τα μάτια και να ονειρεύεσαι αυτό που ποτέ δεν θα ζήσεις. Όμως φυσικά αυτό είναι από τα πλέον απαγορευμένα. Κανείς δεν θέλει να σκέφτεσαι παραπάνω από όσο είναι απαραίτητο. Εδώ λοιπόν βασίζεται το λαθρεμπόριο τους: στην αγορά κυκλοφορεί μόνο όσο πρέπει για να μας κρατά σε εγρήγορση, όχι όμως ζωντανούς. Και φυσικά με πολύ υψηλό κόστος. Και η νοθεία είναι συχνή, αν όχι και αναμενόμενη. Πρέπει λοιπόν να ξεφύγουμε από το κύκλωμα. ''Κάν'το μόνος σου'', όπως λένε. Να φτιάξουμε τις δικές μας ουσίες, πιο πνευματικές, πιο ανεξάρτητες από ότι μας ταΐζουν τόσα χρόνια. Να γίνουμε αληθινοί και να τους διώξουμε μια για πάντα από τις ζωές μας. Μόνο έτσι θα... καταφέρουμε να... ίσως τότε... κάποτε...

μια στιγμή. Τι σκεφτόμουν; Ήταν κάτι ωραίο και τόσο σωστό, όμως ξέχασα. Κάθε φορά μετά από λίγο το ξεχνάω. Και θέλω τόσο πολύ άλλη μια δόση... πάτερ, σε παρακαλώ, άλλη μια μόνο...



3/1/12

352 days. 22 hours, 10 minutes, 25 seconds...

Καλή χρονιά λοιπόν! Το 2011 έφυγε όπως και τόσα εκατομύρια έτη πριν από αυτό και έδωσε την θέση του στο 2012. Εκτός από νέα χρονιά, πολλοί πιστεύουν ότι το 2012 θα είναι και η τελευταία, σύμφωνα με την προφητεία ενός εξαφανισμένου εδώ και αιώνες πολιτισμού. Ας αγνοήσουμε λοιπόν την πιθανότητα η πρόβλεψη αυτή να οφείλεται σε απλό τεχνικό λάθος (πχ καταστροφή του εν λόγω πολιτισμού πριν προλάβει να εκδώσει την ''νέα έκδοση'' του ημερολογίου, με αποτέλεσμα το 2012 να εμφανίζεται ως το τέλος του κόσμου). Ας υποθέσουμε ότι όντως στη μια και δεκατρία λεπτά της εικοστής πρώτης Δεκεμβρίου μια πρωτοφανής καταστροφή θα εξαφάνιζε τον κόσμο έτσι όπως τον ξέρουμε.

Έχεις λοιπόν κάτι λιγότερο από ένα χρόνο ζωής. Θα συνέχιζες να ζεις την ζωή σου όπως τώρα; Θα ανησυχούσες για τα ίδια πράγματα; Θα είχες τις ίδιες προσδοκίες από την κάθε μέρα; Τι θα έλεγες στα άτομα που αγαπάς; Θα μου πεις, όλα αυτά είναι θεωρητικά. Ο κόσμος θα συνεχίσει να υπάρχει και το 2013 κι εσύ θα σκέφτεσαι την εσχατολογική παράνοια του 2011 και γελάς. Η ερώτηση είναι: πώς ξέρεις ότι θα είσαι εδώ για να γελάς;

Αυτή είναι και η ουσία του προβλήματος: νομίζουμε ότι θα ζήσουμε για πάντα. Από την τρυφερή παιδική ηλικία, αναγκαζόμαστε να στερηθούμε το παιχνίδι, την χαρά της ανακάλυψης, την ανεμελιά ώστε να αγωνιστούμε για το μέλλον μας. Η μάθηση γίνεται υποχρέωση και η χαρά της ανακάλυψης και του παιχνιδιού καταπιέζεται ώστε να το παιδί να μπει στο καλούπι της ''πραγματικής ζωής''.

Η διαδικασία αυτή συνεχίζεται στην εφηβία, όπου ο νέος άνθρωπος καλείται να γνωρίσει το σώμα του και να κατανοήσει πρωτόγνωρα συναισθήματα. Κι εδώ όμως έρχεται το καθήκον και η υποχρέωση. Πού θα βρεθεί χρόνος για έρωτα, όταν πρέπει να μελετήσεις για να μπεις στο πανεπιστήμιο; Άλλωστε, η αξία του ανθρώπου φαίνεται από τις επιτυχίες του, η αποτυχία δεν είναι αποδεκτή, πρέπει να αγωνιστείς και να ανταγωνιστείς τους άλλους για μια θέση σε αυτό τον κόσμο, κανείς δεν θα σου χαρίσει τίποτα.

Και αφού ενηλικιωθείς, τα πράγματα γίνονται λίγο πιο περίπλοκα: σε περίπτωση που πέρασες στο πανεπιστήμιο, ως ακαδημαϊκός πολίτης είσαι υποχρεωμένος να συναγωνιστείς τους συναδέρφους σου για τους καλύτερους βαθμούς τα καλύτερα μεταπτυχιακά, τις καλύτερες υποτροφίες. Πώς λοιπόν θα βρεις χρόνο για να ακολουθήσεις τα δικά σου ενδιαφέροντα, επιστημονικά και μη;

Αλλά και όταν θα χρειαστεί να εργαστείς, θα έχεις την πολυτέλεια να ασχοληθείς με κάτι που σου δίνει χαρά; Η εργασία υπάρχει πρωταρχικά ως μέσο απόκτησης χρημάτων και δεν έχουμε την πολυτέλεια να είμαστε επιλεκτικοί. Άλλωστε χωρίς χρήματα, πώς θα αποκτήσεις την τηλεόραση, το καινούριο αυτοκίνητο, τα ρούχα και ότι άλλο χρειάζεσαι για να γίνεις ευτυχισμένος;

Στις σχέσεις μας με τους άλλους επίσης κυριαρχεί η αναβλητικότητα. Χρειάζεται χρόνος, λένε, για να καταλάβεις ποιος είναι ο άλλος. Η αγάπη, σε όποιο επίπεδο και αν αναφέρεται, φιλική, ερωτική ή ότι άλλο, δεν δίνεται από την μια μέρα στην άλλη. Είναι ένα παιχνίδι γύρων και ανταπόδοσης, όπου δίνεις ένα ελάχιστο μέρος του εαυτού σου, περιμένοντας από τον άλλο να κάνει την επόμενη κίνηση, με προσμονή αλλά και επιφυλακτικότητα χωρίς να ανοίγεσαι, χωρίς να δίνεις παραπάνω από όσο παίρνεις. Πώς θα μπορέσεις να πεις ''σ'αγαπώ'' όταν ο άλλος ισως δεν ανταποδώσει; Πώς θα εμπιστευτείς όταν υπάρχει ο κίνδυνος να πληγωθείς; Άλλωστε υπάρχει χρόνος να δοκιμάσεις τον άλλο, να περιμένεις να ανοίξει αυτός τα χαρτιά του.

Και αυτό λοιπόν είναι το πρόβλημα: δεν υπάρχει χρόνος. Φτάνει κάποια στιγμή που θα συνειδητοποιήσεις ότι ο χρόνος σου τελειώνει και θα κοιτάξεις πίσω. Εκεί τίθεται και το σημαντικότερο ερώτημα: Άξιζε; Ήταν λοιπόν το απολυτήριο, το πτυχίο, τα χρήματα και όλα τα άλλα πράγματα που θεωρούσες σημαντικά αρκετό αντάλλαγμα για τις στιγμές που έχασες για να τα αποκτήσεις; Άξιζε να κάνεις πίσω, να φυλάγεσαι από τους άλλους, να καταπιέζεις τον εαυτό σου στα πρότυπα της κοινωνίας απλά και μόνο για να μην πληγωθείς;

Τελικά, ίσως ο μόνος λόγος που οι άνθρωποι δεν βλέπουμε τι είναι πραγματικά σημαντικό για εμάς είναι ότι δεν αντιλαμβανόμαστε το απλούστερο και ίσως το μόνο αναμφισβήτητο γεγονός της ζωής: ότι κάποια στιγμή τελειώνει. Αν μάλιστα μελετήσει κανείς την ιστορία του ανθρώπου, θα δει ότι οι περισσότερες μυθολογίες είχαν προβλέψει ''το τέλος του κόσμου''.

Μήπως λοιπόν ο σκοπός των μύθων αυτών είναι να μας θυμίζουν ότι δεν θα ζήσουμε για πάντα και να μας επιτρέπουν να επαναπροσδιορίζουμε τις προτεραιότητές μας; Άλλωστε, μπορεί κανείς να δει τη ζωή σαν ένα πίνακα ζωγραφικής: το μήκος και πλάτος του είναι περιορισμένο, είναι στο χέρι μας όμως να της αποδώσουμε το βάθος που της αξίζει.