Εφτά και τέταρτο το πρωί, όπως κάθε μέρα, μπαίνεις στο λεωφορείο για να πας στην δουλειά. Η καλημέρα που λες στον οδηγό είναι γκρίζα, σαν τον ουρανό, καθώς ο ήλιος παλεύει με την ανίκητη συννεφένια γραφειοκρατία. Κοιτάζεις έξω από το παράθυρο τα αυτοκίνητα να προσπερνούν το λεωφορείο και σκέφτεσαι τις ατελείωτες ώρες που θα περάσεις προσπαθώντας να πείσεις ανθρώπους που δεν συμπαθείς για θέματα που σου είναι παγερά αδιάφορα. Και τότε συνειδητοποιείς πως υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι στο λεωφορείο.
Η σκέψη σε ξαφνιάζει· πώς δεν τους είχες προσέξει τόσο καιρό; Τους παρατηρείς σαν να τους βλέπεις για πρώτη φορά: μια μαμά που μαλώνει το παιδάκι της καθώς το οδηγεί στο σχολείο-φυλακή του, μία κοπέλα με τα πιο εντυπωσιακά μπλε μάτια που έχεις δει, με μια έκφραση απάθειας να κηλιδώνει το όμορφο πρόσωπό της, ένας μεσήλικας με στάση πιο ατσαλάκωτη κι από το κοστούμι του. Προσπαθείς να τραβήξεις το βλέμμα κάποιου από αυτούς, η ματιά σου κρύβει πανικό, φωνάζει: «Είμαι άνθρωπος όπως εσείς, γιατί να είμαστε ξένοι;» αλλά κανείς δεν σε προσέχει, είσαι ένα μέρος του σκηνικού στο μικρό θέατρο που είναι η ζωή του καθενός.
Κι αυτό είναι το πιο αστείο: ότι όλοι τελικά είναι κομπάρσοι στην ίδια τους την ζωή. Σε αυτή την αστεία και πάντα θανατηφόρα παράσταση, τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν άχαρα πράγματα όπως το χρήμα και η κοινωνική καταξίωση.
Παλεύεις να θυμηθείς πότε ήταν η τελευταία φορά που έκοψες ένα φύλλο και το περιεργάστηκες με θαυμασμό και περιέργεια, πότε σταμάτησες σε μια πλατεία για να ακούσεις τους μουσικούς του δρόμου χωρίς να ανησυχείς για το μέλλον και να μετανιώνεις για το παρελθόν. Πρέπει να ήσουν έφηβος ακόμα. Αν μπορούσαμε όλοι να ξαναγίνουμε έφηβοι, σκέφτεσαι, ή ακόμα καλύτερα, παιδιά! Τότε θα ρίχναμε τα μουντά γυαλιά της σοβαρότητας και του άγχους από το πρόσωπό μας και θα μπορούσαμε να δούμε τον κόσμο όπως πραγματικά είναι, ένα απέραντο λούνα παρκ. Θα γελούσαμε με τις κακοτυχίες μας αντί να τις παίρνουμε στα σοβαρά και θα απολαμβάναμε τις ωραίες στιγμές σαν αυτό που είναι: απλά στιγμές.
Καθώς τα σκέφτεσαι, μια ακτίνα χαμόγελου φωτίζει το λεωφορείο. ''Επόμενη στάση: Κέντρο" ακούγεται η απρόσωπη φωνή του λεωφορείου. Εδώ πρέπει να κατέβεις. Πνίγεις το λουλούδι που άρχισε να ανθίζει στην καρδιά σου, φοράς την μάσκα σου και κατεβαίνεις. Άλλη μια μέρα όπως όλες οι άλλες ξεκινάει.
Κάποτε ο Αυτοκράτορας των Χρυσανθέμων συνάντησε έναν περιπλανώμενο ασκητή. Έχοντας ακούσει για την μεγάλη σοφία του γέροντα, ο αυτοκράτορας του εμπιστεύτηκε το μεγαλύτερό του πρόβλημα. «Έχω νικήσει τους εχθρούς μου, έχω κατακτήσει τις χώρες τους και τα πλούτη τους. Στην διάρκεια της βασιλείας μου η χώρα μου έγινε το πλουσιότερο και δυνατότερο βασίλειο στον κόσμο. Ο λαός μου με σέβεται και με αγαπάει. Όμως τώρα δεν ξέρω τι άλλο να κάνω για να βρω την ευτυχία». Ο σοφός του απάντησε με τέσσερις λέξεις: Γίνε αυτό που είσαι. Έκπληκτος ο αυτοκράτορας άρχισε να γελά και να κοροϊδεύει τον γέροντα: «Η φήμη σου είναι υπερβολική. Μόνο ένα παιδί θα μπορούσε να σκεφτεί τέτοια ανοησία». «Ακριβώς!» αποκρίθηκε ο σοφός με ένα αχνό χαμόγελο, «Γι αυτό είσαι καταδικασμένος να μείνεις για πάντα ο Αυτοκράτορας»
Η σκέψη σε ξαφνιάζει· πώς δεν τους είχες προσέξει τόσο καιρό; Τους παρατηρείς σαν να τους βλέπεις για πρώτη φορά: μια μαμά που μαλώνει το παιδάκι της καθώς το οδηγεί στο σχολείο-φυλακή του, μία κοπέλα με τα πιο εντυπωσιακά μπλε μάτια που έχεις δει, με μια έκφραση απάθειας να κηλιδώνει το όμορφο πρόσωπό της, ένας μεσήλικας με στάση πιο ατσαλάκωτη κι από το κοστούμι του. Προσπαθείς να τραβήξεις το βλέμμα κάποιου από αυτούς, η ματιά σου κρύβει πανικό, φωνάζει: «Είμαι άνθρωπος όπως εσείς, γιατί να είμαστε ξένοι;» αλλά κανείς δεν σε προσέχει, είσαι ένα μέρος του σκηνικού στο μικρό θέατρο που είναι η ζωή του καθενός.
Κι αυτό είναι το πιο αστείο: ότι όλοι τελικά είναι κομπάρσοι στην ίδια τους την ζωή. Σε αυτή την αστεία και πάντα θανατηφόρα παράσταση, τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν άχαρα πράγματα όπως το χρήμα και η κοινωνική καταξίωση.
Παλεύεις να θυμηθείς πότε ήταν η τελευταία φορά που έκοψες ένα φύλλο και το περιεργάστηκες με θαυμασμό και περιέργεια, πότε σταμάτησες σε μια πλατεία για να ακούσεις τους μουσικούς του δρόμου χωρίς να ανησυχείς για το μέλλον και να μετανιώνεις για το παρελθόν. Πρέπει να ήσουν έφηβος ακόμα. Αν μπορούσαμε όλοι να ξαναγίνουμε έφηβοι, σκέφτεσαι, ή ακόμα καλύτερα, παιδιά! Τότε θα ρίχναμε τα μουντά γυαλιά της σοβαρότητας και του άγχους από το πρόσωπό μας και θα μπορούσαμε να δούμε τον κόσμο όπως πραγματικά είναι, ένα απέραντο λούνα παρκ. Θα γελούσαμε με τις κακοτυχίες μας αντί να τις παίρνουμε στα σοβαρά και θα απολαμβάναμε τις ωραίες στιγμές σαν αυτό που είναι: απλά στιγμές.
Καθώς τα σκέφτεσαι, μια ακτίνα χαμόγελου φωτίζει το λεωφορείο. ''Επόμενη στάση: Κέντρο" ακούγεται η απρόσωπη φωνή του λεωφορείου. Εδώ πρέπει να κατέβεις. Πνίγεις το λουλούδι που άρχισε να ανθίζει στην καρδιά σου, φοράς την μάσκα σου και κατεβαίνεις. Άλλη μια μέρα όπως όλες οι άλλες ξεκινάει.
Κάποτε ο Αυτοκράτορας των Χρυσανθέμων συνάντησε έναν περιπλανώμενο ασκητή. Έχοντας ακούσει για την μεγάλη σοφία του γέροντα, ο αυτοκράτορας του εμπιστεύτηκε το μεγαλύτερό του πρόβλημα. «Έχω νικήσει τους εχθρούς μου, έχω κατακτήσει τις χώρες τους και τα πλούτη τους. Στην διάρκεια της βασιλείας μου η χώρα μου έγινε το πλουσιότερο και δυνατότερο βασίλειο στον κόσμο. Ο λαός μου με σέβεται και με αγαπάει. Όμως τώρα δεν ξέρω τι άλλο να κάνω για να βρω την ευτυχία». Ο σοφός του απάντησε με τέσσερις λέξεις: Γίνε αυτό που είσαι. Έκπληκτος ο αυτοκράτορας άρχισε να γελά και να κοροϊδεύει τον γέροντα: «Η φήμη σου είναι υπερβολική. Μόνο ένα παιδί θα μπορούσε να σκεφτεί τέτοια ανοησία». «Ακριβώς!» αποκρίθηκε ο σοφός με ένα αχνό χαμόγελο, «Γι αυτό είσαι καταδικασμένος να μείνεις για πάντα ο Αυτοκράτορας»